- τετράκλιμος
- -ον, Μ1. αυτός που εκτείνεται προς όλα τα μέρη τού ορίζοντα2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τετράκλιμος(ενν. χώρα) τα τέσσερα σημεία τού ορίζοντα, όλη η γη («πᾱσαν τὴν τετράκλιμον διελθών», Νικ. Χων.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -κλιμος (< κλῖμα «σημείο τού ορίζοντα»)].
Dictionary of Greek. 2013.